κουσκουσούρης

κουσκουσούρης
και κουρκουσούρης και κορκοσούρης, -α, -ικο
κουτσομπόλης, κακολόγος, κακόγλωσσος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κουσκουσούρης, -α, -ικο — κακολόγος, κουτσομπόλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουρκουσούρης — ο βλ. κουσκουσούρης …   Dictionary of Greek

  • κουσκουσουρεύω — και κουρκουσουρεύω και κορκοσουρεύω [κουσκουσούρης] κουτσομπολεύω, κακολογώ, διαβάλλω …   Dictionary of Greek

  • κουσκουσουριά — και κουρκουσουριά και κορκοσουριά, η [κουσκουσούρης] κακολογία, κουτσομπολιό, κακογλωσιά, καταλαλιά …   Dictionary of Greek

  • κουτσομπόλης — κουτσομπόλης, ο και κοτσομπόλης, ο θηλ. α και ισσα κακολόγος, κακόγλωσσος, κουσκουσούρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”